-
1 Accuse
v. trans.P. and V. κατηγορεῖν (τινός, τι), αἰτιᾶσθαί (τινά, τινος), ἐπαιτιᾶσθαι (τινά, τινος), ἐγκαλεῖν (τινί, τι), Ar. and P. ἐπικαλεῖν (τινί, τι).Join in accusing: P. συγκατηγορεῖν (τινός, τινι, or τινὸς, μετά τινος).Accuse maliciously: Ar. and P. συκοφαντεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accuse
-
2 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
3 Give
v. trans.P. and V. διδόναι, νέμειν, δωρεῖσθαι (Plat.), παρέχειν, V. πορσύνειν, πορεῖν ( 2nd aor.), Ar. and V. ὀπάζειν.Confer: P. and V. προσφέρειν, προστιθέναι, P. ἀπονέμειν.Lend, afford: P. and V. ἐνδιδόναι.They would attack us in conjunction with the Sicilians whose alliance they would have given much to secure ere this: P. συνεπιθεῖντο ἂν μετὰ Σικελιωτῶν οὓς πρὸ πολλῶν ἂν ἐτιμήσαντο συμμάχους γενέσθαι ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ (Thuc. 6, 10; cf. also Dem. 299).Give away, fling away without return: P. and V. προπίνειν, P. προΐεσθαιGive away in marriage: P. and V. ἐκδίδοναι (or mid.).Give forth, emit: P. and V. ἀφιέναι, ἐξιέναι, ἀνιέναι, ἀναδιδόναι, ἐκβάλλειν, V. μεθιέναι, ἐξανιέναι, προπέμπειν, ἐκπέμπειν; see also Utter.Give in: P. ἀποφέρειν; v. intrans.: P. and V. ἐνδιδόναι; see give way.Give out: see Distribute, Announce.Fail, v. intrans.: P. and V. ἐκλείπειν, ἐλλείπειν, Ar. and V. λείπειν (rare P.), Ar. and P. ἐπιλείπειν.Give up ( for torture): P. ἐκδιδόναι.Relinquish: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), μεθιέναι, Ar. and V. μεθίεσθαι (gen.), V. διαμεθιέναι; see also Renounce.It is not yet seven years since I have given up sea-faring: P. οὔπω ἔτη ἐστὶν ἑπτὰ ἀφʼ οὗ τὸ πλεῖν καταλέλυκα (Dem. 893).Give oneself up for lost: P. προΐεσθαι ἑαυτόν (Thuc. 2, 51).Give way: P. and V. εἴκειν, ὑπείκειν, συγχωρεῖν, ἐκχωρεῖν, Ar. and P. παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν; see under Way.Give way to: P. and V. ἐνδιδόναι (dat.) (Eur., Tro. 687). συγχωρεῖν (dat.), εἴκειν (dat.), ὑπείκειν (dat.), Ar. and P. ὑποχωρεῖν (dat.), παραχωρεῖν (dat.), V. ἐκχωρεῖν (dat.), ἐξίστασθαι (dat.), προσχωρεῖν (dat.), P. ὑποκατακλίνεσθαι (dat.).Give play to: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Indulge: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.).Given, not asked: V. δωρητὸς οὐκ αἰτητός (Soph., O.R. 384).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Give
-
4 Side
subs.From the side: V. πλευρόθεν.Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ἀριστερᾶς; see Left.On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.On which of two sides: P. ποτέρωθι.Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).Side by side: use together.We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).Change sides: P. μεθίστασθαι.Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).——————adj.P. πλάγιος.Side issue: P. and V. πάρεργον, τό.——————v. intrans.Side with: P. and V. προστίθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετά (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.Side with the Persians: P. Μηδίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side
-
5 Stretch
v. trans.P. and V. τείνειν, ἐντείνειν.Thy body moulded by the skilful hands of craftsmen shall lie stretched upon my couch: V. σοφῇ δὲ χειρὶ τεκτόνων δέμας τὸ σὸν εἰκασθὲν ἐν λέκτροισιν ἐκταθήσεται (Eur., Alc. 348).Stretch out: P. and V. τείνειν, προτείνειν, ἐκτείνειν.Offer: P. and V. ὀρέγειν.Lengthen: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν, μηκύνειν, P. ἀποτείνειν.Stretch over: V. ὑπερτείνειν (τί τινος).Stretch under, spread under: P. and V. ὑποστορεννύναι (Xen. also Ar.).Stretch oneself: Ar. σκορδινᾶσθαι.V. intrans. P. and V. τείνειν, P. καθήκειν, διήκειν.Stretch alongside: P. παρατείνειν (absol.), παρήκειν (absol.), Ar. παρατείνεσθαι (absol.).——————subs.Length: P. and V. μῆκος, τό.Expanse: κύκλος, ὁ; see Expanse.Open space: P. εὐρυχωρία, ἡ.Plain: P. and V. πεδίον, τό, V. πλάξ, ἡ.They pass... over the level stretches of plain: V. χωροῦσι... πεδίων ὑποτάσεις (Eur., Bacch. 748).At a stretch, by an effort: P. μετὰ πολλοῦ πόνου, V. πολλῷ πόνῳ; see under Effort.Continuously: Ar. and P. συνεχῶς.Keep on the stretch, v. trans.: P. κατατείνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stretch
См. также в других словарях:
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… … Dictionary of Greek
Joseph Bryennios — (en grec Ίωσήφ Βρυέννιος) est un moine, théologien et prédicateur byzantin, né vers 1350, mort en 1431/1432, défenseur de l Église orthodoxe et opposé à son union avec l Église catholique. Sommaire 1 Biographie 2 Œuvre … Wikipédia en Français
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
μηχανία — μηχανία, ἡ (ΑΜ, Α ποιητ. τ. μηχανίη, Μ και μηχανιά) δόλος, πανουργία, απάτη, τέχνασμα, παγίδα μσν. φρ. «μπαίνω εἰς μηχανίαν μετά τινος» σχεδιάζω κάτι με κάποιον ή κάνω συμφωνία με κάποιον σκεπτόμενος πονηρά ή υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή +… … Dictionary of Greek
παιδίος — παιδίος, ὁ (Α) βαρβαρισμός αντί παιδίον («ἔνιοι δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῑν [τὸν Ἀλέξανδρον] μετά τινος φιλοφροσύνης... είπεῑν, ὦ παιδίος, ἀντὶ τοῡ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συνεξαιρώ — έω, Α [ἐξαιρῶ] 1. διώχνω κάτι ταυτοχρόνως («συνεξελεῑν ὑμῑν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης», Ηρόδ.) 2. συμβάλλω στην κατάληψη, στην κυρίευση, κυριεύω με κάποιον («συνεξαιρεῑν μετά τινος Ἀμφίπολιν», Αισχίν.) 3. μέσ. συνεξαιροῡμαι, έομαι α) αφαιρώ κάτι επί … Dictionary of Greek
συνεξετάζω — ΝΜΑ ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.) νεοελλ. 1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο 2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων… … Dictionary of Greek